- εὐνάων
- εὐνάων, ουσα, ον, ([etym.] νάω)A fair-flowing, liquid, ἀπ' εὐνάοντος οὐρανοῦ dub. l. in A.Fr.44 (v.l. εὐνάεντος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευνάων — εὐνάων, ουσα, ον (Α) 1. αυτός που ρέει καλά 2. ο υγρός («ἀπ᾿ εὐνάοντος οὐρανοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νάων (μτχ. ενεστ. τού ρ. νάω «ρέω»)] … Dictionary of Greek
εὐνάων — fair flowing masc nom sg εὐνά̱ων , εὐνή bed fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνάοντος — εὐνάων fair flowing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνάεις — εὐνάεις, εσσα, εν (Α) βλ. ευνάων … Dictionary of Greek